συριακός

συριακός
η , ό[ν] сирийский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συριακός" в других словарях:

  • Συριακός — Syrian masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συριακός — ή, ό / συριακός, ή, όν, ΝΜΑ [Συρία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Συρία ή στους Σύρους (α. «συριακή γλώσσα» παλαιά σημιτική γλώσσα ομιλούμενη στη Βόρεια Μεσοποταμία β. «συριακοί κώδικες» κώδικες ιδιωτικής συλλογής τού ρωμαϊκού και… …   Dictionary of Greek

  • Συριακά — Συριακός Syrian neut nom/voc/acc pl Συριακά̱ , Συριακός Syrian fem nom/voc/acc dual Συριακά̱ , Συριακός Syrian fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συριακῶν — Συριακός Syrian fem gen pl Συριακός Syrian masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συριακόν — Συριακός Syrian masc acc sg Συριακός Syrian neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συριακαῖς — Συριακός Syrian fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συριακαί — Συριακός Syrian fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συριακοῖς — Συριακός Syrian masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συριακοί — Συριακός Syrian masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συριακοῦ — Συριακός Syrian masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συριακῆς — Συριακός Syrian fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»